Πέμπτη 11 Μαΐου 2023

 Michael Jackson’s journey from Motown to Off the Wall.

Σκην.: Spike Lee

2016

 

-Όταν ήμουν μικρός ήθελα απεγνωσμένα να είμαι ο Michael Jackson. Είχαμε την ίδια ηλικία, τα ίδια άφρο μαλλιά. Μου έλειπε το τραγούδι και ο χορός. Και;

Ακούω τον Spike Lee, έναν από τους πιο χαρισματικούς, ευφυείς και παραγωγικούς σκηνοθέτες της γενιάς του, να ζηλεύει την δόξα του πιο εκκεντρικού (ή ορθότερα γραφικού;) ποπ σταρ. Τι ζήλεψες αγαπημένε Spike; Που είχε παραποιήσει το πρόσωπό του από τις συνεχόμενες πλαστικές; Που κυκλοφορούσε με μάσκα (προ κορωνοϊού); Που τύλιγε τα παιδιά του με μαντίλια για να τα προστατέψει από την δημοσιότητα (ένα από αυτά, εκτός του ότι του είχε δώσει το στοργικό όνομα "Κουβέρτα", το είχε κυριολεκτικά κρεμάσει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του για να το επιδείξει στους θαυμαστές του); Που, ακόμα και μετά τον θάνατό του, δεν σταματούν οι σε βάρος του καταγγελίες παιδοφιλίας και παιδεραστίας;




Βλέπω το Michael Jackson’s journey from Motown to Off the Wall για να λύσω την απορία. Και, ναι, ο μάγος Spike με κάνει να κατανοήσω, να θαυμάσω, ίσως -είναι υπερβολή να το πω;- να συμπονέσω τον MJ.

 Η ιστορία του ξεκινάει από ένα φτωχικό σπίτι με δέκα παιδιά -ο Michael είναι ο όγδοος- μια μέρα που έχει χαλάσει η τηλεόραση. Μην έχοντας τι να κάνουν, τα παιδιά αρχίζουν να τραγουδούν και να χορεύουν. Ο πατέρας τους, χαμηλόμισθος εργάτης σε εργοστάσιο και ημιεπαγγελματίας μουσικός, στην οικογενειακή  διασκέδαση βλέπει μια προοπτική πλουτισμού.

Περίεργο μεν, αληθινό δε : η ονειροφαντασία του πατέρα Jackson παίρνει σχεδόν αμέσως σάρκα και οστά. Το παιδικό γκρουπ Jackson 5 έχει τεράστια επιτυχία ήδη από την πρώτη εμφάνιση, τον πρώτο δίσκο. Ο 5χρονος Michael, πριν προλάβει να πάει σχολείο, γίνεται ο σταρ του συγκροτήματος. Ένας μικρός αρχάγγελος Μιχαήλ που τραγουδάει σαν χερουβείμ και χορεύει σαν τον James Brown. Τα χρήματα ρέουν στους τραπεζικούς λογαριασμούς, η οικογένεια μετακομίζει σε έπαυλη, ο πατέρας γίνεται όλο και πιο βίαιος. Τι χρειάζεται το μαστίγωμα με την ζώνη; Αφού όλα πηγαίνουν καλά.

Ο Michael μαθαίνει από πολύ μικρός ότι δεν αρκεί να είναι καλός. Οι πρόβες δεν σταματούν μέχρι να είναι τέλειος. Μια αντρική ζώνη και η αγκράφα της πάνω στην πλάτη του αναλαμβάνουν να του το θυμίζουν κάθε φορά που το ξεχνά.

Αποκαλύπτεται μια παιδική ηλικία μέσα σε talent shows και στριπ κλαμπς, σε στούντιο ηχογράφησης και τηλεοπτικά σετ. O Michael πάντα περικυκλωμένος από ενήλικες, ποτέ από παιδιά, παρά μόνο τα αδέλφια του. "Κλείσε τα μάτια σου Michael" να του λέει ο μεγάλος του αδελφός από το διπλανό κρεββάτι του ξενοδοχείου. "Και μην τα ανοίξεις για κανέναν απολύτως λόγο". Άλλη μια γκρούπι να μπαίνει στο δωμάτιο. "Ω! Κοιμάται σαν άγγελος" να λέει όταν τον βλέπει. Δεν πρέπει να ανοίξει τα μάτια σου. Ό,τι κι αν ακούσει, ό,τι κι αν αισθανθεί. 

Η επιτυχία του συγκροτήματος ερεθίζει τις κεραίες της Motown, της θρυλικής δισκογραφικής εταιρείας των αφροαμερικανών. Αξίζει να δει κανείς το ντοκυμαντέρ του Lee  μόνο και μόνο για να δει την πρώτη οντισιόν των Jackson 5 στην Motown. Ναι, ο Michael μοιάζει (είναι;) ένα χαρούμενο, λαμπερό παιδί, που δείχνει να απολαμβάνει κάθε νότα, κάθε χορευτική φιγούρα.


Πολύ αργότερα θα πει “Στην σκηνή νιώθω όπως στο κρεββάτι μου”. Λογικό. Από τα πέντε του χρόνια είναι το μόνο που ξέρει, το  μόνο που ζει. Πηγαίνουν οικογενειακά στην Disneyland. Την βλέπει μόνο από το παράθυρο του ξενοδοχείου. Οι δημοσιογράφοι και οι θαυμαστές περικυκλώνουν τον χώρο. Χρόνια μετά θα την νοικιάζει ολόκληρη για να μπορεί να παίζει ανενόχλητος. Θα είναι, όμως, πια ενήλικος. Πολύ ώριμος για παιδί. Πολύ ανώριμος για μεγάλος.

Τα χρόνια της Motown ο Michael περνά ώρες στο στούντιο και στην κονσόλα δίπλα στα μεγάλα αστέρια της δισκογραφικής. Καθένας τους κάτι του διδάσκει. Αλλά περισσότερο ο θρυλικός παραγωγός Gordy: ‘Κοίτα Michael! Να πως ένα μέτριο τραγούδι μπορούμε να το μετατρέψουμε σε χιτ”.  Ο Michael, πρώτος μαθητής, εκπαιδεύεται στο πως να παράγει τέχνη, αλλά και πως να την εμπορεύεται, πως να την προωθεί. (Ποιος να τον εκπαιδεύσει στην πραγματική ζωή;) 

Τα ταλαντούχα παιδιά των Jackson αρχίζουν να μεγαλώνουν. Εφηβική ακμή, τριχοφυΐα, άκρα που μεγαλώνουν άναρχα. Ο Lee έχει ένα σπάνιο ντοκουμέντο : σε μια από τις τελευταίες συναυλίες των Jackson 5 ο Michael δεν κρύβει πως ασφυκτυά. : “Θέλετε πάλι τα ίδια; Τα τραγούδια είναι παλιά, οι χορογραφίες είναι παλιές” διαμαρτύρεται. Το κοινό παραληρεί. Ναι, ναι θέλουν πάλι το “A,b, c”. O Michael όχι. Ο Θεός ξέρει πόσες φορές το έχει τραγουδήσει και χορέψει όλα αυτά τα χρόνια παιδικής επαγγελματικής καριέρας.

Του προτείνουν να παίξει στο κινηματογραφικό μιούζικαλ “Ο μάγος του Οζ”. Η ταινία είναι από όλες τις πλευρές αποτυχία. Ο Michael; Ως σκιάχτρο λάμπει σε μια μέτρια παραγωγή. Για πρώτη φορά βλέπει το όνομά του δίπλα σε αστέρια όπως του Quincy Jones, της Diana Ross, του Richard Pryor.  Καταλαβαίνει ότι οι Jackson 5 έχουν τελειώσει το ταξίδι τους. Δεν θέλει να ναυαγήσει μαζί τους. Έχει πάρει από τον πατέρα του μια φαντασία που καλπάζει. Βλέπει τον εαυτό του σαν τον βασιλιά της ποπ, το μεγαλύτερο αστέρι -όχι μόνο της μαύρης μουσικής- αλλά της παγκόσμιας ποπ σκηνής.

Μπορεί;

Diana Ross:"Michael, σε παρακαλώ μην μαθαίνεις τόσο γρήγορα τις χορογραφίες, γιατί εγώ φαίνομαι ανεπαρκής δίπλα σου"

Ο Lee ξεκαθαρίζει τις δυσκολίες της φιλοδοξίας του. Κανένα παιδί-θαύμα δεν καταφέρνει να εξελιχτεί σε σούπερ επιτυχημένο ενήλικα. Η Liz Taylor τα κατάφερε. H Judy Garland λιγότερο. Άλλοι; Όχι.

Ο Michael έχει μια επιπλέον δυσκολία. Είναι μαύρος. Ποιος άλλος μαύρος καλλιτέχνης πριν από αυτόν έχει κατακτήσει την παγκόσμια σκηνή; Κανείς. Ναι,  ο James Brown, o Ray Charles προηγήθηκαν, άνοιξαν δρόμουςΑλλά αυτό που θα δημιουργούσε ο Michael δεν είχε προηγούμενο.

Ο Michael εγκαταλείπει το οικογενειακό γκρουπ παρά τους εκβιασμούς και τις πιέσεις του πατέρα, που βλέπει να χάνει την κότα με τα τα χρυσά αυγά. Ο Michael συνεργάζεται με τον Quincy Jones. “Ο Michael είναι disco, ο Quincy τζαζ. Αυτή η συνεργασία αδύνατο να πετύχει” λένε όλοι πικρόχολα. “Λατρεύω να με αμφισβητούν” απαντά ο Quincy. Και κοιτά τον 18χρονο Michael όπως η τίγρης το ζαρκάδι. Ναι, αυτό το παιδί μπορεί να κάνει τεράστια επιτυχία. Τραγουδάει και χορεύει μοναδικά. Λίγοι ξέρουν πως μπορεί να γράψει μουσική και στίχους, τραγούδια με παγκόσμια απήχηση. Σε λίγο θα το μάθουν όλοι.

Michael Jackson και Quincy Jones


Ο Michael στον δίσκο του Off the wall γράφει για πρώτη φορά το Cant stop till you get enough, το Rock with you. Ο Lee μας δείχνει τον Michael εκείνης της εποχής. Τα τραγούδια τα έχουμε όλοι ακούσει, έχει πάρει το μάτι μας και τα βίντεο κλιπ. Αλλά πόσοι θυμόμαστε αυτόν τον πανέμορφο, λαμπερό καλλιτέχνη πριν λυντσαριστεί από τον τύπο; Μαγεία εν τη γενέσει. Πριν το όνομά του ταυτιστεί με ένα άφυλο, έντονα μακιγιαρισμένο πρόσωπο, μια μαϊμού συγκάτοικο και πλήθος άλλες εκκεντρικότητες.





 Στα Grammy κερδίζει ένα βραβείο. Δεν του αρκεί. Γυρίζει συντετριμμένος στην πατρική έπαυλη να θρηνήσει, να ανασυνταχτεί και να επιστρέψει στο στούντιο πεισμωμένος.

Το ντοκιμαντέρ του Lee τελειώνει εδώ. Το υπόλοιπο ταξίδι του MJ το ξέρουμε όλοι, ακόμα κι εκείνοι που δεν παρακολουθούν τη μουσική του. Τρία χρόνια μετά θα κυκλοφορήσει το Thriller. Η αγκαλιά του δεν φτάνει για να χωρέσει τα Grammy του. Είναι μόλις 24 χρονών, έχει γράψει έναν δίσκο που ακόμα και σήμερα θεωρείται κλασικός, έχει υπογράψει ένα απίθανο συμβόλαιο και εισπράττει 37% των δικαιωμάτων των έργων του (τι ιδιοφυής επιχειρηματική κίνηση! Γίνεσαι αμύθητα πλούσιος, Michael...), έχει αλλάξει τον ήχο της ποπ μουσικής και θεωρείται καλλιτεχνική ιδιοφυία, επιδρά στην μόδα, εφευρίσκει νέες χορογραφίες, επηρεάζει ακόμα και τον τρόπο προβολής της μουσικής με τα βίντεο των τραγουδιών του. "Υπάρχει ο MJ και υπάρχουν και όλοι οι άλλοι" γράφεται. Και όταν κάποιος φτάνει στην επαγγελματική κορυφή στα 24 του δεν έχει πιο ψηλά να πάει. Η πορεία του είναι μονόδρομος.

 Ήταν ανάγκη να είναι είναι και αδιέξοδο; Δεν μπορούσε ο χρόνος να σταματήσει στο We are the world; Εκεί που ο MJ έχει γράψει άλλο ένα παγκόσμιο χιτ, έχει συγκεντρώσει απρόσμενα πολλά χρήματα για τα παιδιά στην Αφρική, έχει κάνει το αξέχαστο βίντεο κλιπ με όλες τις μεγάλες φωνές της εποχής του. Και ο ίδιος στέκεται, μαζεμένος και σεμνός, κρυμμένος πίσω από τα εμβληματικά γυαλιά του, και ερμηνεύει 2-3 στίχους;




Τι ντοκιμαντέρ θα μας έδινε ο Lee για το δεύτερο μισό της ζωής του MJ "From King of Pop to Wacko Jacko";

Θα έλεγε για την φωτιά που άναψε στο κεφάλι του στα γυρίσματα διαφημιστικού; Ενώ τον μεταφέρουν με εγκαύματα δεύτερου βαθμού και αφόρητους πόνους με το ασθενοφόρο η αγωνία του είναι να φορέσει το σήμα κατατεθέν του, το διαμαντένιο γάντι  του. 





Θα έλεγε για την πτώση του και το σπάσιμο της μύτης του κατά τη διάρκεια εξαντλητικών  προβών; Για την ανελέητη κοροϊδία των ταμπλόιντς για την νέα γαλλική μυτούλα του; Ή για την διαρκώς αποχρωματιζόμενη επιδερμίδα του; Για τον χρόνιο υποσιτισμό του; (Πρέπει να μείνει αδύνατος. Όχι σαν ελκυστικός ενήλικος άντρας, αλλά σαν έφηβος χορευτής. Όπως ακριβώς ήταν όταν ο κόσμος τον γνώρισε). Για τις  πλαστικές; (Το πτώμα του, ετών 50, δεν έχει ούτε μία ρυτίδα, μόνο τομές). Για τις περιοδείες του; Από τις πρόβες, τις τρίωρες χορευτικές παραστάσεις και τον υποσιτισμό χάνει κάθε φορά περίπου δέκα κιλά. Έχει διπλά και τριπλά κοστούμια για να αντικαθιστούν τα αρχικά. Τι μπορεί να κάνει για το διαλυμένο του στομάχι; Την περιοδεία ακολουθεί ομάδα γιατρών (μεταξύ τους κι ο -εγγεγραμμένος στο pay roll του- γιατρός που θα του κάνει την θανατηφόρα ένεση). Να κρατηθεί όρθιος. Τουλάχιστον όσο διαρκεί το show, το οποίο με κάθε κόστος must go on. Το έχει πει ήδη από το 1964 και ο Σπύρος Καλογήρου : "Είναι πολλά τα λεφτά Άρη". Από τον MJ  χιλιάδες οικογενειάρχες περιμένουν για να ταΐσουν τα παιδιά τους. Χάπια. Παυσίπονα. Υπνωτικά. Διεγερτικά. Δώστε ό,τι έχετε για να αντέξει η φραγκομηχανή.

 Άνθρωποι που έχουν φωτογραφηθεί μαζί του σε γελαστά ενσταντανέ τον κατηγορούν ότι βιάζει τα παιδιά τους. Κλείνει την υπόθεση εξωδικαστικά. Πάμπλουτος παιδεραστής που εξαγοράζει τα εγκλήματά του; Ή απλά κροίσος επιρρεπής σε εκβιασμούς; Πολλοί θα συνεχίσουν το γαϊτανάκι των καταγγελιών. Το δικαστήριο τον κρίνει αθώο. Βεβιασμένα κάνει πρώτο, δεύτερο γάμο, παιδιά με παρένθετες μητέρες. Εμπιστεύεται σκηνοθέτες να κάνουν βίντεο για την καθημερινή του ζωή, που τον εκθέτουν χειρότερα κι από τις μηνύσεις εναντίον του. Πριν πεθάνει όλοι μιλούν για έναν wacko (junkie; εθισμένο σε χάπια;) σίγουρα στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης. Έτοιμος να βγει στα πενήντα του να ξαναχορέψει για να κάνει αυτό που έμαθε από τα πέντε του: να γεμίσει τσεπούλες. Μετά τον θάνατό του το fund του γίνεται το όνειρο κάθε εκβιαστή. Γεμίζει ασφυκτικά. Κι όμως. Ένας από τους καταγγέλοντες αυτοκτονεί. Τα θύματα αυτοκτονούν. Οι εκβιαστές, όχι.

Η Lisa Marie Presley, η πρώτη γυναίκα του, αφήνει υπόνοιες. "Ο Michael είχε τα πνευματικά δικαιώματα από μουσικούς καταλόγους τεράστιας οικονομικής αξίας. Πολλοί θα τον προτιμούσαν νεκρό".

Ο Spike Lee είναι ένας σοβαρός, βραβευμένος κινηματογραφιστής. Γιατί να κάνει ντοκιμαντέρ για όλα αυτά τα σκάνδαλα, τις συνωμοσιολογίες, τις φήμες, τα ερωτήματα; Δεν υπάρχει καμία ασφαλής απάντηση.  Εκτός από μία : "Διασημότητα, απλά αιμορραγία σε θάλασσα με καρχαρίες".






 

 

 

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2022

 

Rock n roll

Σενάριο: Gillume Canet

Phillippe Lefebvre

Rodolphe Lauga

Σκηνοθεσία: Guillaume Canet

 


Ο Έλληνας μεταφραστής επιλέγει ως τίτλο το «Μεγάλωσε αν τολμάς». Σοφό. Γιατί σου δημιουργείται η εντύπωση ότι θα δεις τη συνέχεια του υπερ-επιτυχημένου «Αγάπα με αν τολμάς». Τότε που οι πολύ νέοι Γκιγιόμ Κανέ (τότε πρώτο όνομα στην αφίσα) και Μαριόν Κοτιγιάρ προκαλούσαν ο ένας τον άλλο πάνω από ένα παιδικό παιχνίδι «Cap ou pas cap?» Τολμάς ή όχι;

Η χημεία τους στην ταινία ήταν η μισή της επιτυχία. Η άλλη μισή το πρωτότυπο, ανατρεπτικό σενάριο,  οι αυθεντικές ερμηνείες τους και η άγρια ομορφιά της νιότης τους.

Πολύ γρήγορα μετά το τέλος των γυρισμάτων ο  Γκιγιόμ έληξε τον δεσμό του με την Ντάιαν Κρούγκερ και ξεκίνησε να δει αν η κινηματογραφική χημεία με την Μαριόν υπήρχε και στην πραγματική ζωή.

Και υπήρχε. Είκοσι χρόνια μετά Γκιγιόμ και Μαριόν είναι ακόμα μαζί. Και ανάμεσά τους στριμώχνονται και δύο πανέμορφα παιδιά. Παπαράτσι τους κυνηγούν. Θέλουν να μάθουν περισσότερα γι΄αυτόν τον κινηματογραφικό έρωτα, αυτή την φωτογενή οικογένεια.



«Θέλετε να μάθετε περισσότερα για τη ζωή μας;» μοιάζει να λέει ο Γκιγιόμ «Ελάτε, λοιπόν! Πλησιάστε! Μπείτε στο σπίτι μου, στο κρεβάτι μου». Δεν είναι υποσχέσεις. Τις τηρεί. Μας δείχνει τους πραγματικούς του φίλους, τον Ζιλ Λελούς, τους αδελφούς Αττάλ, τον Τζόνι Χάλιντει σε ρόλο μέντορα, τους πραγματικούς γονείς του. Μας ξαπλώνει δίπλα στην πραγματική του γυναίκα, την Μαριόν. Και μας μιλάει για το δράμα του να είσαι πετυχημένος, διάσημος (στη Γαλλία σίγουρα) ηθοποιός, να έχεις ένα πανέμορφο, γερό παιδί, να είσαι παντρεμένος με ένα πανέμορφο κορίτσι, που είναι οσκαρική ηθοποιός μεν, αλλά πολύ προσγειωμένη και στοργική μητέρα δε, να είσαι περιστοιχισμένος από οικογένεια και φίλους. Και εσύ να επιμένεις να τρώγεσαι με τα ρούχα σου. Και τα χρόνια σου. Και τις ρυτίδες σου. Και την πορεία της καριέρας σου. Που ενώ της Μαριόν είναι ο Σηκουάνας, η δική σου δίπλα στη δική της μοιάζει με τη λίμνη των κήπων του Λουξεμβούργου. Και το εφιαλτικότερο όλων : Αγέραστη! Βαμμένη; Άβαφη; Με βραδυνή τουαλέτα; Με πυζάμες; Ανέγγιχτη και αναλλοίωτη στον χρόνο σαν τη βασίλισσα των ξωτικών. (Γκιγιόμ σε συμπονώ. Δίπλα σε οποιαδήποτε άλλη εσύ θα έμοιαζες γκανιάν. Μα δίπλα σε αυτή μοιάζεις με φιλόδοξο αουτσάιντερ. Φιλική συμβουλή : Χώρισέ την!)

Είναι το Rock n roll μια βιογραφία; Ναι. Αλλά ταυτόχρονα είναι και μια παρωδία. Μια χοντροκομμένη υπερβολή. Θα μπεις στο κρεβάτι του Γκιγιόμ και της Μαριόν. Δεν μπορώ να ξέρω τι φαντασιώνεσαι. Αλλά με αυτό που θα δεις δεν θα μπορείς να κρατηθείς από τα γέλια.

Και το χειρότερο όλων είναι ότι, αν και θα γελάς, την ίδια στιγμή στο πίσω μέρος του μυαλού σου θα λογοκρίνεσαι. Γιατί κι εσύ όλα τα χεις. Ή τουλάχιστον πολλά. Κι εσύ επιμένεις να  θεωρείς όλα τα ουσιώδη αυτονόητα και να αναλώνεσαι να ομφαλοσκοπείς. Διώξε τις ενοχές! Δεν έχεις επιλογή. Είσαι πολίτης του δυτικού κόσμου : Προγραμματισμένος να ζεις αγκαλιά με τον ψυχολόγο. Και τον πλαστικό σου. 


 


Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2021

 

Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ

Εντουάρ Λουί

Εκδ. Αντίποδες 2021

Μετάφραση Μιχάλης Αρβανίτης



Πρωτότυπη ιστορία; Όχι, δεν θα την βρεις στο βιβλίο του Λουί. Η ιστορία του – έφηβος αναζητά την ταυτότητα και την θέση του στον κόσμο- έχει ειπωθεί πολλές φορές. Αντί για Αλλενκούρ μπορείς να βάλεις μια επαρχία της Αγγλίας την εποχή της Θάτσερ και έχεις το Billy Elliot. Αντί για Γαλλία μπορείς να βάλεις την σύγχρονη Γεωργία και να! Το And then we danced. Και αν τοποθετήσεις την ιστορία σε ένα ελληνικό χωριό ίσως δεις τον Οργασμό της αγελάδας.

Ωστόσο το βιβλίο μεταφράστηκε σε είκοσι γλώσσες και γνώρισε τεράστια επιτυχία γιατί έχει διπλή δύναμη :

Η πρώτη είναι ότι προωθείται από τον Λουί: Παρουσία όμορφη, ευγενική, με ωραίο λόγο. Σαν να γεννήθηκε στην Rive Gauche και όχι στο Αλλενκούρ. Οι συνεντεύξεις του εξάπτουν το ενδιαφέρον. «Έγραψα για εκείνη την Γαλλία που δεν έβρισκα πουθενά στην γαλλική λογοτεχνία». Για τον άπορο, άνεργο, ανάπηρο (τα στερητικά –α δεν έχουν τέλος) που ζει στον παγωμένο, υγρό Βορρά χάρη στα κρατικά επιδόματα. Ο Λουί μπορεί να γράψει για αυτόν με καθαρότητα γιατί είναι η κοινωνική τάξη στην οποία γεννήθηκε, αλλά και η κοινωνική τάξη από την οποία απέδρασε. Ξέρει πολύ καλά ότι δεν είναι ο κηφήνας που καλοτρώει και καλοζεί σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Αντίθετα νιώθει απόλυτα υπεύθυνος για την κατάντια του και ντρέπεται βαθιά γι΄αυτήν. Η μητέρα του Εντύ έχει την ψευδαίσθηση ότι φταίει εκείνη που δεν σπούδασε, που βιάστηκε να κάνει παιδιά. Κι ο πατέρας του είναι βέβαιος πως φταίει που σακατεύτηκε δουλεύοντας στο εργοστάσιο, που θα μείνει δια βίου άνεργος και που αυξάνει τις πιθανότητες να πεθάνει πρόωρα από χρόνιο αλκοολισμό. Το βιβλίο του Εντουάρ είναι η αθώωσή τους: «Οι πιθανότητες να ξεφύγετε από το σύστημα; Σχεδόν μηδενικές» μοιάζει να τους φωνάζει. Και έχει κάθε δικαίωμα να το λέει. Είναι ο μόνος από το Αλλενκούρ που πήγε στην Ecole Normale. Ο μόνος που διάβασε (μετά τα 17 του) λογοτεχνία. Ο μόνος που κατέχει τον κώδικα να μιλήσει για την τάξη του με λόγο που να καταλάβουν οι αστοί. Να  εξηγήσει αυτό που φαίνεται δυσεξήγητο: Γιατί το Αλενκούρ ψηφίζει Λεπέν; Γιατί τα λόγια της σύγχρονης αριστεράς αποτυγχάνουν να μιλήσουν στην καρδιά του; Γιατί όταν οι δημοσιογράφοι ρωτούν την κυρία Μπελγκέλ για την φτώχεια της τα αρνείται όλα; Γιατί ξεσπά ενάντια στον γιο της; «Έπρεπε να μάθουν όλοι για την φτώχεια μας;» ντρέπεται.



Ο Λουί (και αυτή είναι η δεύτερη δύναμη του βιβλίου) έχει βαρεθεί να ντρέπεται. Για την λεπτή φωνή του, για τις κοριτσίστικες κινήσεις του, για την αγάπη του για την ποπ μουσική, για την απέχθειά του για το ποδόσφαιρο. Περνά την εφηβεία του εκπαιδεύοντας τον εαυτό του στο να μοιάσει με όλους τους άλλους. Να προσποιείται πως ερωτεύεται κορίτσια. Να προσποιείται πως η φωνή του είναι μπάσα. Και -σαν τάμα!- να μην χάνει ποτέ το καθημερινό ραντεβού με τους νταήδες του σχολείου. Σαν το ξύλο και οι προσβολές τους να είναι η αυτοτιμωρία και η κάθαρση που επιβάλλει στον εαυτό του για το ασυγχώρητο αμάρτημα της διαφορετικότητας. Υποψιάζεται ότι περιπτώσεις σαν τη δική του είναι προορισμένες να πνιγούν στη λάσπη του Αλενκούρ. Μήπως στην μεγάλη πόλη υπάρχει μια ελπίδα;

Δίνει εξετάσεις για το λύκειο της Αμιένης, της μεγάλης πόλης. (Εκείνος θεωρεί πως «δίνει εξετάσεις». Ο εξεταστής θυμάται πως «ικέτευσε» για μια θέση στο λύκειο).

 Πως θα είχε εξελιχτεί αυτό το παιδί αν δεν είχε πετύχει;           

Σε συζήτηση που κάνει ο ενήλικος Λουί με τον Κέν Λόουτς στο  Aljazeera είναι ευγενικά και σταθερά επίμονος : Πόσο ελεύθερο είναι ένα γκέι αγόρι που μεγαλώνει σε ένα γκέτο εργατών; Πόσο ευτυχισμένο; Ο καπιταλισμός καταστρέφει την κοινότητα. Ναι. Μήπως, όμως απελευθερώνει το άτομο;



Ο Λουί στην μεγάλη πόλη βρίσκει τους ομοίους του. Με τον καθηγητή του, κοινωνιολόγο Didier Eribon (στον οποίο αφιερώνεται και το βιβλίο) και τον Geoffroy de Lagasnerie δημιουργούν μια δυναμική τριάδα διανοούμενων, που αλληλοϋποστηρίζονται με φανατισμό, συνδιαλέγονται, εκδίδουν τα έργα τους και ταξιδεύουν ανά τον κόσμο για διαλέξεις. Αυτοί οι δύο του δίνουν την αυτοπεποίθηση και την δύναμη να γράψει τα δύο επόμενα, εξίσου εξομολογητικά, βιβλία του: στο πρώτο  μας  μιλάει για τον βιασμό του από έναν ευκαιριακό εραστή στο διαμέρισμά του στο Παρίσι και στο δεύτερο για τη ζωή του πατέρα του.  Με την ελπίδα να δώσει κι εκείνος αυτοπεποίθηση. Και δύναμη. Ζωής.



Πέμπτη 6 Μαΐου 2021

Η Υπόσχεση της αυγής
 Σκηνοθεσία Eric Barbier
 Σενάριο Eric Barbier, Marie Eynard 
2017


Υπάρχουν κάποιες ταινίες που, αντί να κατασιγάζουν την ανάγκη σου για ένα ακόμα βιβλίο, αντίθετα την εντείνουν.
Ο Ρομάν Γκαρύ στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ὑπόσχεση της αυγής» αποτίει φόρο τιμής στη μητέρα του και ταυτόχρονα στις μητέρες όλων μας. Ο Eric Barbier αναλαμβάνει να μεταφέρει την ιστορία του στον κινηματογράφο.
 Ήδη από την γέννησή του Ρομάν οι Μοίρες δεν έπαιξαν fair play. Γονείς Ρωσοεβραίοι. Ο πατέρας τους εγκαταλείπει και παντρεύεται μια άλλη. Όμως η Μίνα, η μητέρα του Ρομάν, είναι αποφασισμένη να γυρίσει το παιχνίδι. Πραγματική περιπλανώμενη Ιουδαία ξεκινάει να αλλάζει πόλεις και χώρες μέχρι να βρει το χώμα που θ΄ανθίσει το λουλούδι της, ο Ρομάν της. «Τον Βλέπετε;» λέει στους Πολωνούς γείτονές της που την εχθρεύονται « ο γιος μου μια μέρα θα γίνει μεγάλος συγγραφέας, διπλωμάτης της Γαλλίας, ήρωας πολέμου». Οι Πολωνοί βλέπουν την φτώχεια της, χειρότερη κι απ΄τη δική τους, και ξεσπούν σε γέλια υστερικά.
 Είναι η στιγμή που ο Ρομάν θα θυμάται σε όλη του τη ζωή ως την στιγμή της απόλυτης ντροπής. Τα λόγια της Μίνας θα τα κάνει αυτοεκπληρούμενη προφητεία, σαν για να κάνει τα γέλια να πάψουν να ηχούν στ΄αυτιά του.
 Η ταινία είναι γρήγορη, όπως υποψιάζομαι είναι και τα βιβλία του Ρομάν, όπως ήταν και η ζωή του. Η Σαρλότ Γκενσμπουργκ, εγγονή κι αυτή Ρωσοεβραίων που μετανάστευσαν στη Γαλλία, ερμηνεύει μια πληθωρική Μίνα. Δύσκολο να πιστέψεις ότι πίσω από τις φουστάνες και τα γκρίζα μαλλιά της κρύβεται η κομψή ψηλόλιγνη φιγούρα της Σαρλότ. Κόντρα ρόλος, ενδιαφέρουσα πρόκληση στα επιδέξια χέρια της.


 Παρακολουθούμε τον μικρό Ρομάν στην Πολωνία να ερωτεύεται για πρώτη φορά, να τσακώνεται και να τρώει σόλες παπουτσιών για την αγάπη του και την τιμή του και ταυτόχρονα την Μίνα να προσπαθεί με ψέματα και φαντασίες να καθιερώσει έναν οίκο ραπτικής για να χρηματοδοτεί τα μαθήματα ξιφασκίας και γαλλικών του Ρομάν. Δεν τα καταφέρνει. Και φεύγουν για τη Γαλλία. Ο Ρομάν βλέπει για πρώτη φορά τη θάλασσα και νιώθει αυτό που νιώθουμε όλοι μας. Παρηγοριά. Τίποτα δεν μπορεί να πάει για πολύ άσχημα όσο αυτή είναι εκεί, γαλάζια και φωτεινή. 
Στη Νίκαια η Μίνα βρίσκει την κλίση της στο εμπόριο και ο Ρομάν αρχίζει να γράφει. Και να ερωτεύεται. Και τα δύο θα τα συνεχίσει απτόητος έως το τέλος. Ακόμα και το σημείωμα αυτοκτονίας του δεν είναι τυπικό. Είναι σαν επίλογος μυθιστορήματος, με τέλος ανοιχτό, που αφήνει τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν πρέπει να ερμηνεύσει την τελεία ως τελεία ή ως ερωτηματικό. 
Αλλά μέχρι να φτάσει εκεί έχει πολύ δρόμο. Έχει να γίνει αξιωματικός. Αδικημένος στις προαγωγές λόγω της εβραϊκής καταγωγής του. Να ακολουθήσει τον ντε Γκωλ στο Λονδίνο. Να φύγει στην Αφρική. Να γίνει ήρωας πολέμου καθοδηγώντας –αν και τραυματισμένος!- τον τυφλωμένο πιλότο του αεροσκάφους του στον διάδρομο προσγείωσης. Χωρίς να παραλείψει (αν και τραυματισμένος!) να ολοκληρώσει την αποστολή του, να βομβαρδίσει τον εχθρικό στόχο. Γυρνώντας στη Γαλλία ο Ρομάν γράφει ένα βιβλίο με τις πολεμικές του εμπειρίες που ο Σαρτρ κρίνει «Απλά αξεπέραστο». Κερδίζει το Κονκούρ. Και για να μην υπάρχει η αμφιβολία ότι πρόκειται για τυχαίο γεγονός το κερδίζει και δεύτερη (υποβάλλοντας υποψηφιότητα με το όνομα του ανηψιού του). Μέχρι και πρέσβης της Γαλλίας γίνεται. Σαν για να φωνάξει σε όλους τους Πολωνούς γείτονες : « Κοιτάξτε με! Βλέπετε έναν μεγάλο συγγραφέα, έναν διπλωμάτη, έναν ήρωα! Δεν ακούω να γελάτε πια!»



 Μοιάζει σαν ψέμα πως αυτός ο άνθρωπος που τη ζωή του την έζησε με τόση ένταση, ο γιος της μαχήτριας Μίνας, διάλεξε την αυτοκτονία. 
Τον επηρέασε η μυστηριώδης αυτοκτονία της πρώην γυναίκας του, της κινηματογραφικής σταρ Τζιν Σίμπεργκ, που είχε προηγηθεί λίγους μήνες πριν; Ή ήταν η ανεξάντλητη ανάγκη του να γράψει -για άλλη μια φορά- ένα απρόσμενο τέλος; 
Jean Seberg, J.P.Belmondo


Απάντηση δεν έχω. Και, ναι, πρέπει να ψάξω να βρω το «Υπόσχεση την αυγή», ίσως και όλα τα βιβλία του. Κι εκεί, με τις λέξεις του, τα κόμματα και τις τελείες του όλα θα μου τα πει. Αυτός ο αινιγματικός ικέτης της αυγής.






Τρίτη 20 Απριλίου 2021

 

Αναμνήσεις ενός Αντισημίτη

Gregor von Retsori

Εκδ. Δώμα, 1979, 2020

 


Μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου πολέμου η Γερμανία επιδόθηκε σε έναν διαρκή και επίμονο αγώνα εξιλέωσης. Αναγνώρισε το ολοκαύτωμα, την ντροπή και τις ενοχές της που επέτρεψε την ναζιστική παραφροσύνη. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα έκανε μουσεία μνήμης. Και το ολοκαύτωμα το συμπεριέλαβε σε όλα τα σχολικά βιβλία ιστορίας. Για να εξασφαλίσει ότι δεν θα επαναληφθεί. Και για να δείξει την ευγνωμοσύνη της για την ευκαιρία που της δόθηκε από την Ευρώπη.

Οι Αυστριακοί στην γερμανική εισβολή δεν αντιστάθηκαν. Αντίθετα βγήκαν ντυμένοι στις γερμανικές στολές να γιορτάσουν το  Άνσλους. Κι, όμως, έχουν εξαιρεθεί της παγκόσμιας κατακραυγής. Στη συλλογική μνήμη η Βιέννη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα  είναι ταυτισμένη με το Sacher και τα άλλα βιενέζικα καφέ, τα βιβλία του Τσβάιχ και του Σνίτσλερ, τα πορτρέτα του Κλιμτ και του Σίλε, τον Μάλερ και την όμορφη, άκαρδη Άλμα.


Οι διδασκαλίες του Τσάμπερλαιν και του Ρόζεμπεργκ για την υπεροχή της Άρειας φυλής ακούγονταν. Αλλά ποιος έδινε σημασία; Οι ναζιστές; Μια χούφτα μπαχαλάκηδες, ανάξιοι λόγου ή προσοχής. Όλοι  ελεύθεροι στην ανεκτική βιενέζικη κοινωνία. Όσο  ελεύθερος ήταν και ο Τέοντορ Χερτσλ να θέτει τις αρχές του σιωνισμού του.

Πως αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία έφτασε, λίγα χρόνια μετά, να γίνει η καρδιά μιας θηριωδίας; Τα βιβλία του Τσβάιχ να καίγονται στην πυρά κι ο ίδιος να αυτοκτονήσει στη Λατινική Αμερική; Kαι η Άλμα- αχ η αντισημίτρια Άλμα- για την Αμερική, μάλλον σιχτιρίζοντας που έκανε το λάθος να παντρευτεί άλλον έναν Εβραίο, τον Φραντς Βέφλερ;

Το βιβλίο του von Retsori εξηγεί -με λογοτεχνικούς όρους- το πως, το γιατί της απίστευτης αυτής «κοινοτοπίας του κακού».

 Ο ήρωας και των πέντε ιστοριών του βιβλίου δεν είναι ο τυπικός αντισημίτης, είναι ωστόσο ένας τυπικός αυστριακός. Χωρίς μάλιστα να θεωρείται καν τέτοιος. Ο τόπος καταγωγής του, η Μπουκοβίνα, αποσπάστηκε από την αυστριακή αυτοκρατορία μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και προσαρτήθηκε στη Ρουμανία. Γιατί τόσο εκείνος, όσο και η οικογένειά του, αρνούνται να ονομάσουν τους εαυτούς τους Ρουμάνους; Γιατί επιμένουν να θεωρούνται υπήκοοι μιας αυτοκρατορίας που δεν υπάρχει πια; Γιατί το να την νοσταλγούν περιλαμβάνει μια ανέμελη περιφρόνηση προς τους Εβραίους γείτονές τους; Χαριτωμένος σνομπισμός. Άκακη ιδιοτροπία χωρίς φανατισμό. Γιατί, ενώ το αίμα τους είναι ουγγρικό, ρουμανικό, ιταλικό, γερμανικό, μόνο το τελευταίο θέλουν να αναγνωρίζουν ως δικό τους; Είναι κακό που δακρύζουν από συγκίνηση με το Ράιχ του Καρλομάγνου; Ή του Μπίσμαρκ; Αφού τίποτα δεν κάνουν για να συμμετέχουν στην αναβίωση του τρίτου Ράιχ του Χίτλερ. Και ο πιο κακοπροαίρετος δεν μπορεί να τους οδηγήσει στη δίκη της Νυρεμβέργης. Ο αντισημιτισμός τους δεν έχει την σχιζοφρενική παράνοια του Χίτλερ. Ούτε εκείνη των χιλιάδων μελών του ναζιστικού κόμματος. Όχι. Αυτοί τους Εβραίους τους κάνουν φίλους (χωρίς αγάπη), συνεργάτες (χωρίς εμπιστοσύνη) συζύγους και εραστές  (με κρυφή περιφρόνηση). Παραδομένοι σε έναν ανέμελο ηδονισμό, απασχολημένοι με τους πρόσκαιρους έρωτες, τους σύντομους γάμους, τους ανέμελους χωρισμούς τους δεν βρίσκουν χρόνο να προβληματιστούν πάνω στο που οδηγεί αυτός ο ρομαντικός παγγερμανισμός, ο ανέμελος αντισημιτισμός.

Άλλωστε ακόμα και ο γερο Γκόλντμαν,  ο πλούσιος Εβραίος έμπορος της Μπουκοβίνα, παγγερμανιστής είναι. Προδίδει την φυλή του. (Ή απελευθερώνεται από τα δεσμά της;) Προσπαθεί να αφομοιωθεί στην κοινωνία στην οποία ζει. Ακούει Βάγκνερ, χρηματοδοτεί τον Μπίσμαρκ.  Κι όμως, οι ήρωες του von Retsori, αυτοί οι «Γερμανοί» με το νοθευμένο γερμανικό αίμα τους, δεν του το επιτρέπουν. «Γιατί μαϊμουδίζει τον Γερμανό;» λένε. Κοροϊδεύουν τα γίντις του, την αρχιτεκτονική του σπιτιού του. Σαν, αποκλείοντάς τον, να επιβεβαιώνουν την ανύπαρκτη ανωτερότητά τους.

Καθόλου τυχαίο που ο γιος του Γκόλντμαν γίνεται σιωνιστής.

 


 «Πόσοι πραγματικά κακοί άνθρωποι χρειάζονται για να συμβεί μια γενοκτονία και να μετατραπεί μια ολόκληρη ήπειρος σε στάχτη; Μια χούφτα μόνο, απ΄ότι φαίνεται, αλλά η χούφτα αυτή απαιτεί την παθητική συνδρομή πάρα πολλών άλλων ανθρώπων που κοιτούν από το παράθυρο του ασφαλούς σπιτιού τους και δεν βλέπουν παρά τον ανέφελο ουρανό» γράφει η Ντέμπορα Άιζενμπεργκ.  

Αν κάτι πετυχαίνει ο von Retsori είναι να μας κάνει να σκεφτούμε την δύναμη της απάθειας. Τι έκαναν (ή δεν έκαναν) οι δικοί μας παππούδες για να προστατέψουν τους Εβραίους γείτονές τους από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής;  Πίσω από κλειστά παράθυρα τους κοίταζαν να τους φορτώνουν στα τρένα στα Γιάννενα, στη Θεσσαλονίκη, στη Λάρισα; Ή, όταν ο Γερμανός διοικητής ζήτησε τα ονόματα της εβραϊκής κοινότητας, εκείνοι έγραψαν μόνο τα δικά τους (όπως ο γενναίος δήμαρχος και μητροπολίτης Ζακύνθου); Κι όταν κάποιοι λίγοι επιβίωσαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και επέστρεψαν στα σπίτια τους βγήκαν  να τους καλωσορίσουν; Ή κλείδωσαν δυο φορές την εξώπορτα γιατί τα εβραϊκά σπίτια τα είχαν καταπατήσει από καιρό και τα είχαν κάνει πια δικά τους;

Το βιβλίο του von Retsori μιλάει για την κοινοτοπία του κακού, την σχεδόν ταυτόσημη με την ανθρώπινη φύση. Αν του αξίζει μια αναγνώριση είναι για την τόλμη, ήδη από το 1979, να φωτίζει την έκτασή του και να μην εξαιρεί τον εαυτό του, το έθνος του από αυτό. Όχι τόσο αυτονόητο αν σκεφτεί κανείς τους ένοχους λαούς που διαγράφουν εθνοκάθαρση και γενοκτονία από τα βιβλία ιστορίας τους.

 Αφήνοντας τον δρόμο ολάνοιχτο.

 Σε μια τυχόν επανάληψή τους.

 


 

 

Τζ. Ρ.Ρ. Τόλκιν- η γέννηση ενός θρύλου

Κολίν Ντούριεζ

Εκδ. Κέδρος, 2013

Μτφ: Θωμάς Μαστακούρης



Και

Tolkien

Σκην. Dome Karukoski

Σεν. David Gleeson, Stephen Beresford


 

-Σκύλος αηδόνι δρυοκολάπτης σαράντα, λέει ο μικρός Τόλκιν.

-Τι είναι αυτό Ρόναλντ;

- Στα ζωωδικά σημαίνει «Είσαι ένα γαιδούρι».

-Ω, Ρόναλντ! Σταμάτα να εφευρίσκεις νέες γλώσσες και διάβασε τα μαθήματά σου! Λέει απελπισμένη η μαμά Τόλκιν.

Η παγκόσμια λογοτεχνία θα είχε χάσει έναν αξεπέραστο δημιουργό, έναν πρωτοπόρο της λογοτεχνίας του φανταστικού αν η κυρία Τόλκιν δεν πέθαινε όταν ο Ρόναλντ ήταν δώδεκα και αν εκείνος δεν συνέχιζε ακάθεκτος όλη του τη ζωή το παιχνίδι με τη δημιουργία λέξεων, γλωσσών (με δική τους γραμματική και συντακτικό) που να συνοδεύουν τους ηρωικούς μύθους που γεννιόνταν στο μυαλό του. Το αθώο αυτό παιχνίδι το έπαιζε με τέτοια τελειομανία που έφτιαχνε χάρτες και ολόκληρη γεωγραφία των μύθων του και, φυσικά, τους εικονογραφούσε.

Όμως, η ίδια του η ζωή δεν είναι λιγότερο ενδιαφέρουσα συγκρινόμενη με τα βιβλία του…

Γεννήθηκε στην άνυδρη Οράγγη της Νότιας Αφρικής, που τότε ήταν κομμάτι της βρετανικής αυτοκρατορίας. Όταν ήταν  νεογέννητο ο υπηρέτης της οικογένειας τον απήγαγε: «Αυτό το εξωτικό λευκό μωρό  πρέπει να το δείξω στους φίλους μου» σκέφτηκε. Έτσι παραξενεμένη τον κοίταζε και η μητέρα του. «Νεραιδάκι» και «ξωτικό» το ονόμαζε στις επιστολές που έγραφε στην πεθερά της στην Αγγλία. ‘Όταν ο Τζον έγινε πέντε χρονών έχασε τον πατέρα του. Η απώλειά του δεν τον στενοχώρησε ιδιαίτερα γιατί είχε να τον δει από τα τρία του, όταν και επέστρεψε με την μητέρα και τον μικρό αδελφό του στην Αγγλία. Εκείνο που σίγουρα τον τραυμάτισε ήταν ο θάνατος της μητέρας. Μπορεί να μην είχε πλέον κάποιον να τον πιέζει να μελετήσει ή να υποτιμά τα γλωσσικά του παιχνίδια, αλλά χωρίς εκείνη η -ήδη δύσκολη- ζωή του έγινε πολύ δυσκολότερη. Την κηδεμονία των δύο μικρών αδελφών Τόλκιν ανέλαβε ένας ιερωμένος, ο πάτερ Φράνσις. Για τα επόμενα χρόνια θα ζήσουν φρικτά δυστυχισμένοι στο σπίτι της θείας Μπία και φρικτά πεινασμένοι στο σπίτι της φιλάνθρωπης κυρίας Φόκνερ.

Αν μέχρι εδώ η ζωή του Τόλκιν μοιάζει με του Όλιβερ Τουίστ στη συνέχεια γίνεται Μεγάλες προσδοκίες.

Στο σπίτι της κυρίας Φώκνερ ο Ρόναλντ γνωρίζεται με την ορφανή και αγνώστου πατρός Ήντιθ. Τα δεκάξι του χρόνια την βλέπουν σαν την νεράιδα του παραμυθιού. Της μιλάει για το παιχνίδι των λέξεων, της διηγείται τους μύθους του, της λέει πως την αγαπά. Η Ήντιθ δεν έχει τίποτα ματαιόδοξο ή εγωιστικό όπως η Εστέλλα του Ντίκενς. Όμως υπάρχει μια στρυφνή θεία Χάβισαμ στο πρόσωπο του πάτερ Φράνσις.

Ήντιθ


-΄Εχεις μια ευκαιρία που σπάνια δίνεται σε παιδιά της τάξης σου: μια υποτροφία στην φιλολογία. Θα καταλήξεις ένας φτωχός εργάτης αν δεν αφήσεις τους έρωτες και δεν αφοσιωθείς στη μελέτη, του λέει. Σου απαγορεύω να δεις την Ήντιθ μέχρι τα 21 χρόνια σου, όταν θα έχουν τελειώσει και οι σπουδές σου.

Οι απαγορεύσεις φουντώνουν τους έρωτες και γεννούν επαναστάσεις. Όχι, όμως, για τα φτωχά ορφανά. Ο Ρόναλντ πείθεται από τα λόγια του κηδεμόνα του. Σκέφτεται ότι η μοίρα όλων των ερώτων των ισλανδικών  μύθων είναι η μακρά αναμονή. Για τρία χρόνια δεν βλέπει την Ήντιθ και δεν της γράφει ούτε μία λέξη. Όχι ότι πλήττει.  Η Οξφόρδη τον βοηθάει να συνδυάσει τις σπουδές του με το παιδικό του παιχνίδι. Εγκαταλείπει την φιλολογία και αφοσιώνεται στη γλωσσολογία. Μεταξύ κωπηλασίας και ράγκμπυ ιδρύει με άλλους τρεις φίλους την  TCBS, μια λέσχη που πάνω από μπίρες, τσάι και γλυκά, διαβάζει, συζητά, διανοείται, δημιουργεί. Άλλος γράφει ποιήματα, άλλος μουσική. Ο Ρόναλντ τις λέξεις του.

TCBS


Τα όνειρά τους διακόπτει ο Μεγάλος πόλεμος. Εκείνος που θα τέλειωνε όλους τους πολέμους.

Ο ένας μετά τον άλλο οι φίλοι της συντροφιά του τσαγιού στέλνονται στο μέτωπο. Ο Ρόναλντ το καθυστερεί όσο μπορεί. Κάνει πως δεν ακούει τα σχόλια. «Μα γιατί είναι ακόμα εδώ όταν οι δικοί μας γιοι είναι στο μέτωπο;» Βιάζεται να τελειώσει τις σπουδές του και να φτάσει τα 21.

 Μόλις τα κλείνει το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να γράψει στην Ήντιθ.

«Είμαι αρραβωνιασμένη» του απαντά εκείνη και η συντριβή θα πρέπει να είναι σαν να κατέρρευσαν όλοι οι πύργοι της Μέσης Γης.

Αλίμονο αν οι Άραγκορν αυτού του κόσμου βρίσκανε πάντα πύλες ανοιχτές.

«Θα φύγω για το μέτωπο και μπορεί να μην συναντηθούμε ποτέ ξανά. Συνάντησέ με» της γράφει.  

Το τι ειπώθηκε μεταξύ τους δεν το ξέρουμε. Ίσως το αποτύπωσε στα λόγια του Άραγκορν και της Άργουεν, της Λούθιεν και του Μπέρεν. Εκείνο που σίγουρα ξέρουμε είναι η φρίκη του πολέμου. Όλοι οι τόμοι του Άρχοντα των δαχτυλιδιών μας το δείχνουν. Από τους τέσσερεις αδελφικούς φίλους της συντροφιάς του τσαγιού επιστρέφει μόνο ο Ρόναλντ και ο Γουάιζμαν. Όμως η φιλία τους δεν αποκαθίσταται. Είναι πολλές οι απουσίες ανάμεσά τους.

Ο Ρόναλντ γλιτώνει από την μάχη του Σομ χάρη στην ασθένεια των χαρακωμάτων. Επιστρέφει άρρωστος στην Αγγλία και υποτροπιάζει κάθε φορά που ετοιμάζονται να τον στείλουν πίσω στο μέτωπο. Τον προφυλάσσει ο οργανισμός του; Οι προσευχές της Ήντιθ και του πρώτου τους μωρού; Όποια κι αν είναι η απάντηση η ζωή του Τόλκιν στο εξής εξελίσσεται επιφανειακά ανέφελα. Ένας ήσυχος καθηγητής γλωσσολογίας της Οξφόρδης που προσπαθεί να μεγαλώσει τέσσερα παιδιά και να αντιμετωπίσει τα συνεχή προβλήματα υγείας της γυναίκας του.

Στον τάφο των Τόλκιν η Ήντιθ γίνεται Λούθιεν και ο Ρόναλντ Μπέρεν


Κάτω από την επιφάνεια, μέσα στην ανεξάντλητη φαντασία του Τόλκιν, γεννιούνται Χόμπιτ και Γκόλουμ, ξωτικά και μάγοι. Κάποιοι, όπως ο συνάδελφός του, Λιούις, θαυμάζουν το χόμπι του αυτό. Άλλοι τον κατηγορούν ότι έχει απορροφηθεί από τις ιστορίες του, η εκδοτική παρουσία του στον χώρο της γλωσσολογίας είναι υποτονική και ότι ως καθηγητής είναι απλά διεκπεραιωτικός.



Ο Τόλκιν δεν θα στενοχωριόταν από τα κακόβουλα σχόλια και θα έπαιρνε σύνταξη νωρίτερα αν ήξερε ότι οι ιστορίες του (το παιδικό «Χόμπιτ» πρώτα και το «΄Αρχοντας των δαχτυλιδιών» αργότερα) θα τον έκαναν θρύλο. Οι Led Zeppelin θα τις έκαναν τραγούδι, οι Beatles θα ζητούσαν να τις κάνουν ταινία και ανύπαντρες μητέρες θα εμπνέονταν για να δημιουργήσουν τους δικούς τους φανταστικούς ήρωες υπογράφοντας (ως φόρο τιμή στον J.R.R. Tolkien) ως  J.K Rowling.

Εκείνος που σίγουρα θα έπαιρνε διαφορετικές αποφάσεις αν ήξερε την απρόσμενη επιτυχία των βιβλίων αυτών θα ήταν ο εκδότης του. «Ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται για μύθους για ενήλικες;» θα σκέφτηκε όταν συμφώνησε να δώσει ως συγγραφικά δικαιώματα ποσοστό επί των πωλήσεων.

Αλήθεια, ποιος;  

 



Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

 

On the basis of sex

Σκην.:Mimi Leder

Σενάριο: Daniel Stiepleman

2018



και

 RBG. Μια ζωή για τη δικαιοσύνη, 2018

Σκην. :Τζούλι Κοέν,Μπέτσι Γουεστ 




Τη μέρα που πέθανε η RBG το διαδίκτυο γέμισε με δημοσιεύματα, άρθρα, αποχαιρετιστήρια μηνύματα. Ξαφνικά έγινε απόλυτο trend το να γράψεις “Αναπαύσου εν ειρήνη RBG!”. Ποια είναι όμως η RBG; Η προφανής απάντηση «Η δεύτερη γυναίκα δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ» δεν αρκεί. Εκείνο που δεν μπορεί να αντιληφθεί ο μη Αμερικανός είναι το γιατί είναι τόσο δημοφιλής. Πώς μια νομικός κατάφερε να ενταχθεί στην pop κουλτούρα; Πώς έγινε icon; Και γιατί φέρει τον τίτλο The Notorious RBG σαν να πρόκειται για ράπερ και όχι για δικαστή;



Το ντοκυμαντέρ των Τζούλι Κοέν και Μπέτσι Γουεστ δίνει απαντήσεις.

Η Ruth ήταν ένα όμορφο κορίτσι που γεννήθηκε στο Μπρούκλυν  από Ρωσοεβραίους γονείς. Η μητέρα της αρρώστησε πολύ νέα από καρκίνο, αλλά τον πολέμησε γενναία μέχρι την αποφοίτηση της Ρουθ. «΄Ηταν σαν να κρατιόταν με δυσκολία στη ζωή μέχρι η Ρουθ να τελειώσει το σχολείο» λένε οι παλιές της συμμαθήτριες. Η Ρουθ βρέθηκε να σπουδάζει δίκαιο στο Κορνέλ. Μία από τις ελάχιστες γυναίκες. «Ήταν ιδανικά για να βγαίνεις ραντεβού. Τόση υπερπροσφορά!» λέει η 87χρονη Ρουθ. «Για έναν χρόνο έβγαινα μόνο πρώτα ραντεβού». Μέχρι που γνώρισε τον Μάρτυ, ο οποίος έσβησε κάθε ανταγωνισμό με το χιούμορ του. Ό,τι ακριβώς χρειαζόταν ένα όμορφο, αλλά πολύ σοβαρό κορίτσι σαν την Ρουθ. («Η μαμά δεν έχει ίχνος χιούμορ» λένε τα δυο παιδιά της).



 Όμως το χιούμορ δεν ήταν ο μόνος λόγος που μια γυναίκα σαν την Ρουθ διάλεξε τον Μάρτυ. Ήταν και η αυτοπεποίθησή του. Χωρίς ίχνος ανασφάλειας, δεν ένιωθε να απειλείται από την εξυπνάδα της, ούτε από την ακαδημαϊκή της επιτυχία. Πάντα πρώτη στο έτος της και συντάκτης του Harvard Law Review! Μιας από τις πιο έγκριτες νομικές επιθεωρήσεις παγκόσμια! Και αυτό ενώ είχε προλάβει να αποκτήσει δύο παιδιά. Και ενώ ο Μάρτυ είχε αρρωστήσει με καρκίνο και η Ρουθ είχε αναλάβει να τον φροντίζει και να τον βοηθάει να συνεχίζει τις σπουδές του. Παρακολουθώντας τις παραδόσεις των μαθημάτων του και γράφοντας τις εργασίες του.

Ρουθ! Ποιος μπορεί να σταθεί δίπλα σου χωρίς να νιώθει ανεπαρκής;

Όχι ο Μάρτυ Γκίνσμπεργκ. Κορυφαίος δικηγόρος φορολογικού δικαίου της Νέας Υόρκης καμαρώνει για εκείνη. Μια κομψή Sarah Jessica Parker με σαφή αίσθηση της μόδας και του στιλ, αλλά ταυτόχρονα και ένα κοφτερό μυαλό και με μια ανεξάντλητη διάθεση για μάθηση, εμβάθυνση, μελέτη. Ικανότητες που η Αμερική του 60 δεν είναι καθόλου έτοιμη να αξιοποιήσει . Όλες οι προσπάθειες που κάνει για να βρει δουλειά ως δικηγόρος αποτυγχάνουν. Η θέση της γυναίκας είναι στο σπίτι, κοντά στα παιδιά της και όχι σε αίθουσες δικαστηρίου. Η Ρουθ συμβιβάζεται με μια θέση καθηγήτριας στο Rutgers. Το μάθημά της; Διατάξεις που παραβιάζουν την συνταγματική αρχή της ισότητας.



Λίγα χρόνια αργότερα η εμπειρία αυτή θα αποδειχτεί πολύ χρήσιμη όταν θα αναλάβει με τον Μάρτυ μια υπόθεση φορολογικού δικαίου που έμελλε να αλλάξει την εικόνα όλου του αμερικάνικου δικαίου και, σίγουρα, και της αμερικάνικης κοινωνίας. Ένας ανύπαντρος, άνεργος άντρας, που έχει αναλάβει την φροντίδα της υπερήλικης μητέρας του, δεν τυγχάνει της φορολογικής απαλλαγής που θα δικαιούτο μια γυναίκα στην ίδια θέση με τη δική του. Ο Μάρτυ αναλαμβάνει το κομμάτι του φορολογικού δικαίου. Η Ρουθ ξεκινά μια σταυροφορία για να κηρυχθεί η διάταξη αντισυνταγματική ως αντιβαίνουσα στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των φύλων. Οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος της. Δεν υπάρχει αντίστοιχη νομολογία. Πρέπει να την δημιουργήσει κόντρα στην συντηρητική αμερικάνικη κοινωνία (μέρος της οποίας είναι και το σώμα των δικαστών) που δεν θέλει να αλλάξει το status quo. «Γιατί οι γυναίκες μας να βγουν από τις κουζίνες τους;» μοιάζουν να λένε. Η Ρουθ τους κάνει να δουν την αλλαγή που έχει επέλθει στην κοινωνία και την υποχρέωση της νομοθεσίας να ακολουθήσει τις επιταγές της. «Οι κουζίνες είναι υπέροχες. Οι γυναίκες σας μπορεί να είναι τρισευτυχισμένες μέσα σε αυτές. Τι θα γίνει, όμως, αν οι κόρες σας θελήσουν να αναζητήσουν την ευτυχία έξω από αυτές; Δεν πρέπει να έχουν την πολυτέλεια της επιλογής;»

Η φήμη της Ρουθ γιγαντώνεται. Αρχίζει να αναλαμβάνει και να κερδίζει πλήθος ανάλογων υποθέσεων. Και να χτίζει, υπόθεση την υπόθεση, μια πιο δίκαιη νομοθεσία, έναν πιο δίκαιο κόσμο.

Η ταινία της  Leder τελειώνει μετά από αυτή την πρώτη επιτυχία. Το ντοκυμαντέρ την ακολουθεί μέχρι λίγο πριν τον θανατό της. Να γίνεται πρώτα εφέτης, μετά μέλος του Ανώτατου Δικαστηρίου. «Ο Μάρτυ εξάντλησε την επιρροή του σε όλους τους φίλους και γνωστούς που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην εκλογή της» λέει. Η ίδια ήταν πολύ σεμνή για να τηλεφωνήσει και να παρακαλέσει τον οποιονδήποτε. Χρειαζόταν; Ο Μπιλ Κλίντον δήλωσε ότι “η Ρουθ Μπάντερ Γκίνσμπεργκ με εντυπωσίασε. Ήταν η καλύτερη. Και μην πιστέψετε ότι δεν είχε σκληρό ανταγωνισμό. Οι συνυποψήφιοί της ήταν εξαιρετικοί».



Με την είσοδό της στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας της εισάγει τρία πράγματα :το πρώτο είναι προοδευτισμό. Ακόμα και με τις απόψεις μειοψηφίας που εκθέτει δίνει φωνή στις ανάγκες αλλαγής που της χαρίζουν τον τίτλο «Notorious». Το δεύτερο είναι στιλ. Η μαύρη τήβεννος αρχίζει για πρώτη φορά να συνοδεύεται από λευκό δαντελένιο γιακά. Το τρίτο είναι ήθος. Καλύτερός της φίλος γίνεται ο εκπρόσωπος του συντηρητισμού στο Ανώτατο Δικαστήριο, Αντονίν Σκάλια. Διαφωνούν λυσσαλέα για νόμους και διατάξεις. Αλλά αυτό δεν τους εμποδίζει να πηγαίνουν μαζί στην αγαπημένη τους όπερα. Ή ακόμα και να πρωταγωνιστούν σε μία όπερα που γράφτηκε με ήρωες τους ίδιους. «Πως μπορείτε και είστε φίλη του;» την ρωτούν οι δημοσιογράφοι. «Γιατί όχι;» απαντά εκείνη. «Υπάρχουν πολύ καλοί άνθρωποι που έχουν πολύ κακές αντιλήψεις». Και μετά χαμογελάει, κοιτάει ευγενικά μέσα από τα θολωμένα της γυαλιά και συνεχίζει να μετράει τα πους απς που της έχει αναθέσει ο personal trainer της.